- περίτριπτος
- περί-τριπτος, ον,A smooth-worn, κέλευθος Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίτριπτος — ον, Α [περιτρίβω] λείος από παντού … Dictionary of Greek